στο λεξικό PONS
ra·tion·ali·za·tion [ˌræʃənəlaɪˈzeɪʃən, αμερικ -lɪˈ-] ΟΥΣ no pl
1. rationalization (logical explanation):
- rationalization ΨΥΧ
-
2. rationalization (improve efficiency):
I. po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl, αμερικ poʊˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl, αμερικ poʊˈ-] ΟΥΣ no pl also ΗΛΕΚ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
rationalization potential ΟΥΣ CTRL
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
rationalisation βρετ, rationalization αμερικ [ˌræʃnlaɪˈzeɪʃn] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.