quick-ˈtem·pered ΕΠΊΘ
I. hit·zig [ˈhɪtsɪç] ΕΠΊΘ
1. hitzig (leicht aufbrausend):
2. hitzig (leidenschaftlich):
II. hit·zig [ˈhɪtsɪç] ΕΠΊΡΡ
I. auf|fah·ren ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ +sein
1. auffahren (mit einem Stoß darauffahren):
2. auffahren (näher heranfahren):
4. auffahren (hochschrecken):
II. auf|fah·ren ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ +haben
2. auffahren ΣΤΡΑΤ (in Stellung bringen):
3. auffahren αργκ (herbeischaffen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- quick-frozen
- quickie
- quickie divorce
- quicklime
- quickly
- quick-tempered
- quick tender
- quick-win
- quick-witted
- quid
- quiddity