στο λεξικό PONS
ˈout·let ΟΥΣ
1. outlet for water:
2. outlet ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ:
-
- Abluftstutzen αρσ
3. outlet (means of expression):
4. outlet (store):
5. outlet ΜΜΕ:
6. outlet (market):
port1 [pɔ:t, αμερικ pɔ:rt] ΟΥΣ
1. port (harbour):
2. port (town):
I. port2 [pɔ:t, αμερικ pɔ:rt] ΟΥΣ no pl ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ
port3 [pɔ:t, αμερικ pɔ:rt] ΟΥΣ
1. port Η/Υ:
3. port ΝΑΥΣ, ΣΤΡΑΤ (gun port):
-
- Geschützpforte θηλ
port5 [pɔ:t] ΟΥΣ αυστραλ οικ (travelling bag)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
outlet ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunkt αρσ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.