στο λεξικό PONS
I. origi·nal [əˈrɪʤɪnəl] ΟΥΣ
II. origi·nal [əˈrɪʤɪnəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. original (first):
2. original:
I. in·vest·ment [ɪnˈves(t)mənt] ΟΥΣ
1. investment (act of investing):
2. investment ΧΡΗΜΑΤΟΠ (instance of investing):
3. investment ΧΡΗΜΑΤΟΠ (share):
II. in·vest·ment [ɪnˈves(t)mənt] ΟΥΣ modifier
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
original investment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
investment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
investment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- orienteering
- orifice
- origami
- origin
- original
- original investment
- originality
- originally
- original maturity period
- original rate
- original sin