στο λεξικό PONS
I. main1 [meɪn] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
II. main1 [meɪn] ΟΥΣ
1. main ΤΕΧΝΟΛ:
2. main βρετ ΗΛΕΚ, ΤΕΧΝΟΛ (supply network):
main2 [meɪn] ΟΥΣ
main συντομογραφία: main course
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
main component ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.