στο λεξικό PONS
fun·gible [ˈfʌnʤɪbl̩] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
I. na·ture [ˈneɪtʃəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ no pl
1. nature no άρθ (natural environment):
2. nature (innate qualities):
3. nature (character):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fungible nature ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fungible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fungible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- funereal
- funereally
- funfair
- funfetti
- fun-filled
- fungible nature
- fungibles
- fungicide
- fungoid
- fungus
- fun house