στο λεξικό PONS
ˈfun·gibles ΟΥΣ πλ
1. fungibles ΕΜΠΌΡ (fungible goods):
- fungibles
-
- fungibles
-
fun·gible [ˈfʌnʤɪbl̩] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
fun·gible ˈgoods ΟΥΣ πλ ΕΜΠΌΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fungible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fungible ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fungible nature ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.