στο λεξικό PONS
ver·tret·bar ΕΠΊΘ
1. vertretbar (zu vertreten):
2. vertretbar (akzeptabel):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
vertretbar ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.