στο λεξικό PONS
Ver·tre·te·ne(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ (Auftraggeber)
ver·tre·ten*1 ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ
1. vertreten (jdn vorübergehend ersetzen):
4. vertreten (verfechten):
5. vertreten (repräsentiert sein):
ver·tre·ten*1 ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ
1. vertreten (jdn vorübergehend ersetzen):
4. vertreten (verfechten):
5. vertreten (repräsentiert sein):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.