στο λεξικό PONS
I. de·mand [dɪˈmɑ:nd, αμερικ -ˈmænd] ΡΉΜΑ μεταβ
1. demand (insist upon):
II. de·mand [dɪˈmɑ:nd, αμερικ -ˈmænd] ΟΥΣ
1. demand (insistent request):
2. demand ΕΜΠΌΡ:
3. demand βρετ (for payment):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
demand actuated
| I | actuate |
|---|---|
| you | actuate |
| he/she/it | actuates |
| we | actuate |
| you | actuate |
| they | actuate |
| I | actuated |
|---|---|
| you | actuated |
| he/she/it | actuated |
| we | actuated |
| you | actuated |
| they | actuated |
| I | have | actuated |
|---|---|---|
| you | have | actuated |
| he/she/it | has | actuated |
| we | have | actuated |
| you | have | actuated |
| they | have | actuated |
| I | had | actuated |
|---|---|---|
| you | had | actuated |
| he/she/it | had | actuated |
| we | had | actuated |
| you | had | actuated |
| they | had | actuated |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- delve
- dely
- Dem
- demagog
- demagogic
- demand actuated
- demand bill
- demand deposit
- demand draft
- demand factor
- demand feeding