στο λεξικό PONS
mem·ber·ship [ˈmembəʃɪp, αμερικ -bɚ-] ΟΥΣ
1. membership (people):
- the membership + ενικ/pl ρήμα
-
2. membership (number of people):
3. membership no pl:
4. membership (fee):
com·pul·so·ry [kəmˈpʌlsəri] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
compulsory membership ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
compulsory membership ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
membership ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.