στο λεξικό PONS
clas·si·cal [ˈklæsɪkəl] ΕΠΊΘ
2. classical αμετάβλ (of ancient culture):
se·cu·rity [sɪˈkjʊərəti, αμερικ -ˈkjʊrət̬i] ΟΥΣ
1. security no pl (protection, safety):
2. security no pl (guards):
3. security no pl (permanence, certainty):
4. security no pl (confidence):
5. security usu ενικ (safeguard):
6. security no pl (guarantee of payment):
7. security ΧΡΗΜΑΤΟΠ (investment):
8. security (as guarantor):
9. security (being secret):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
classical security ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
security ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Sicherheit θηλ
security ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Wertpapier ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- class distinctions
- class exams
- class gift
- classic
- classical
- classical security
- classic car
- classic fund
- Classicism
- classicist
- classics