στο λεξικό PONS
clas·sics [ˈklæsɪks] ΟΥΣ + ενικ ρήμα
I. clas·sic [ˈklæsɪk] ΕΠΊΘ
1. classic (traditional):
2. classic (typical):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
classic fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.