στο λεξικό PONS
I. car·na·tion [kɑ:ˈneɪʃən, αμερικ kɑ:rˈ-] ΟΥΣ
I. fami·ly [ˈfæməli] ΟΥΣ
1. family + ενικ/pl ρήμα (relations):
2. family no pl, + ενικ/pl ρήμα (family members):
3. family + ενικ/pl ρήμα (lineage):
5. family (employees, staff):
II. fami·ly [ˈfæməli] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. family (involving family):
2. family (including children):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
carnation family, pink family, caryophyllaceae ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.