στο λεξικό PONS
ˈcall·ing card ΟΥΣ
1. calling card αμερικ:
2. calling card esp αμερικ (personal card):
ˈname-call·ing ΟΥΣ no pl
ˈcall-up pa·per ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
ˈcall-up ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
so-called [ˌsəʊˈkɔ:ld, αμερικ ˌsoʊˈkɑ:ld] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
call-in [ˈkɔ:lɪn, αμερικ esp ˈkɑ:l-] ΟΥΣ
II. ˈphone-in ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
name-calling ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
calling formality ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
liability for possible calls ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
put-call parity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
callus (tissues) culture [ˈkæləsˌkʌltʃə] ΟΥΣ
thallus plant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.