στο λεξικό PONS
ˈab·so·lute guar·an·ty ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ
guar·an·ty [ˈgærənti, αμερικ ˈgerənti] ΟΥΣ ΝΟΜ
1. guaranty (underwriting of debt):
2. guaranty (as security):
I. ab·so·lute [ˌæbsəˈlu:t] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. absolute (complete):
2. absolute προσδιορ (emphatic):
4. absolute also ΝΟΜ (unlimited):
6. absolute Η/Υ:
II. ab·so·lute [ˌæbsəˈlu:t] ΟΥΣ ΦΙΛΟΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
absolute guaranty ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.