Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
upper atmosphere ΟΥΣ
atmosphere [βρετ ˈatməsfɪə, αμερικ ˈætməsˌfɪr] ΟΥΣ
1. atmosphere (air) (gen) ΦΥΣ:
2. atmosphere (mood):
I. upper [βρετ ˈʌpə, αμερικ ˈəpər] ΟΥΣ
II. upper [βρετ ˈʌpə, αμερικ ˈəpər] ΕΠΊΘ
1. upper (in location):
3. upper (on scale):
4. upper ΓΕΩΓΡ προσδιορ:
III. upper [βρετ ˈʌpə, αμερικ ˈəpər]
I. stiff [βρετ stɪf, αμερικ stɪf] ΟΥΣ οικ
II. stiff [βρετ stɪf, αμερικ stɪf] ΕΠΊΘ
1. stiff (restricted in movement):
2. stiff (hard to move):
4. stiff ΜΑΓΕΙΡ:
III. stiff [βρετ stɪf, αμερικ stɪf] ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ οικ
IV. stiff [βρετ stɪf, αμερικ stɪf] ΕΠΊΡΡ οικ
στο λεξικό PONS
atmosphere [ˈætməsfɪəʳ, αμερικ -fɪr] ΟΥΣ
atmosphere [ˈæt·məs·fɪr] ΟΥΣ
-
- atmosphère θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- uplift bra
- uplifted
- uplifting
- uplighter
- upload
- upper atmosphere
- upper case
- upper circle
- upper class
- upper-class
- upperclassman