Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. brisé (brisée) [bʀize] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
brisé → briser
II. brisé (brisée) [bʀize] ΕΠΊΘ
2. brisé μτφ:
IV. brisées ΟΥΣ θηλ πλ
I. briser [bʀize] ΡΉΜΑ μεταβ
2. briser (interrompre):
3. briser (mettre fin à):
4. briser (détruire):
II. se briser ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se briser (se rompre):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.