Chance <-, -n> [ˈʃa͂ːs(ə)] SUBST θηλ
1. Chance (Gelegenheit):
-
ευκαιρία θηλ
2. Chance (Möglichkeit):
-
δυνατότητα θηλ
3. Chance (Aussicht):
-
προοπτική θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.