Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιέζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιέ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [piˈɛzɔ] VERB μεταβ

1. πιέζω (ζουλώ):

πιέζω κάτι
auf etw αιτ drücken

2. πιέζω μτφ:

πιέζω

Παραδειγματικές φράσεις με πιέζω

πιέζω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский