Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γοητεία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γοητεία [ɣɔiˈtia] SUBST θηλ

1. γοητεία (ιδιότητα του γόητα):

γοητεία
Charme αρσ

2. γοητεία (μάγεμα):

γοητεία
Zauber αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με γοητεία

η γοητεία του δεν έπιασε

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский