Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προοπτική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προοπτική [prɔɔptiˈci] SUBST θηλ

1. προοπτική ΓΕΩΜ:

προοπτική
Perspektive θηλ
γραμμική προοπτική
κλασική προοπτική
παράλληλη προοπτική

Παραδειγματικές φράσεις με προοπτική

προοπτική κερδοφορίας
προοπτική προβολή
γραμμική προοπτική
κλασική προοπτική
παράλληλη προοπτική
δεν υπάρχει προοπτική για
es gibt keine Aussicht aufαιτ
λειτουργική προοπτική της πρότασης ΓΛΩΣΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский