Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάλεξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάλεξ|η <-εις> [ðiˈalɛksi] SUBST θηλ

1. διάλεξη (γενικά):

διάλεξη
Vortrag αρσ
δίνω διάλεξη σ' ένα θέμα
Vortragsthema ουδ

2. διάλεξη ΠΑΝΕΠ:

διάλεξη
Vorlesung θηλ
Vorlesungsinhalt αρσ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με διάλεξη

δίνω διάλεξη σ' ένα θέμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский