Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιστρατεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιστρατεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ɛpistraˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. επιστρατεύω (κινητοποιώ):

επιστρατεύω

2. επιστρατεύω (καλώ στα όπλα):

επιστρατεύω

3. επιστρατεύω μτφ (τις δυνατότητές μου, δυνάμεις, μέσα):

επιστρατεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский