Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιθανότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιθανότητα [piθaˈnɔtita] SUBST θηλ

2. πιθανότητα (ενδεχόμενο, δυνατότητα):

πιθανότητα
Möglichkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πιθανότητα

μαθηματική πιθανότητα
υστέρα πιθανότητα ΣΤΑΤ
η ελάχιστη πιθανότητα
κατά πάσαν πιθανότητα
πιθανότητα υπό συνθήκη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский