Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βγάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βγά|ζω <-λα, -λθηκα, -λμένος> [ˈvɣazɔ] VERB μεταβ

2. βγάζω (πηγαίνω έξω):

βγάζω

7. βγάζω (εξαρθρώνω):

βγάζω

8. βγάζω (για εργοστάσιο: παράγω):

βγάζω

12. βγάζω (εκλέγω):

βγάζω

ιδιωτισμοί:

βγάζω το ψωμί μου
βγάζω λόγο
βγάζω άνθη

II . βγά|ζω <-λα, -λθηκα, -λμένος> [ˈvɣazɔ] VERB αμετάβ (οδηγώ, καταλήγω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский