Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: absurde , abstinent , absoudre , absenter , absence και abside

abside [apsid] ΟΥΣ θηλ

Apsis θηλ

absoudre [apsudʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. absoudre ΘΡΗΣΚ:

2. absoudre ΝΟΜ:

I . abstinent(e) [apstinɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

II . abstinent(e) [apstinɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Abstinenzler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina