στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
anticaglia [antiˈkaʎʎa] ΟΥΣ θηλ
1. anticaglia (oggetto antico):
2. anticaglia (usi e costumi antiquati):
anticancro [antiˈkankro] ΕΠΊΘ αμετάβλ
anticatodo [antiˈkatodo] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
autentica <-che> [au·ˈtɛn·ti·ka] ΟΥΣ θηλ
anticancro <inv> [an·ti·ˈkaŋ·kro] ΕΠΊΘ
I. romantico (-a) <-ci, -che> [ro·ˈman·ti·ko] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.