στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
supremo [suˈprɛmo] ΕΠΊΘ
1. supremo (più elevato):
2. supremo (grandissimo):
στο λεξικό PONS
supremo (-a) [su·ˈprɛ:·mo] ΕΠΊΘ
alto (-a) <più alto [o superiore], altissimo [o supremo] [o sommo]> ΕΠΊΘ
5. alto ΓΕΩΓΡ:
9. alto μτφ (eminente: carica, ufficiale):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.