στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. stabilito [stabiˈlito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
stabilito → stabilire
II. stabilito [stabiˈlito] ΕΠΊΘ
1. stabilito data, ora, luogo, prezzo:
2. stabilito (costituito):
- stabilito ordine, diritto
-
I. stabilire [stabiˈlire] ΡΉΜΑ μεταβ
1. stabilire (fissare):
2. stabilire (istituire):
3. stabilire (accertare):
II. stabilirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (insediarsi)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.