Oxford Spanish Dictionary
grúa ΟΥΣ θηλ
2. grúa ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
puente1 ΕΠΊΘ invariable
puente → crédito
préstamo ΟΥΣ αρσ
crédito ΟΥΣ αρσ
1.1. crédito (en un negocio):
2.1. crédito (credibilidad):
2.2. crédito (prestigio, fama):
puente2 ΟΥΣ αρσ puente
1. puente ΜΗΧΑΝΟΛ:
3. puente ΗΛΕΚ:
4. puente (vacación):
στο λεξικό PONS
puente ΟΥΣ αρσ
1. puente ΝΑΥΣ (construcción, de las gafas):
puente [ˈpwen·te] ΟΥΣ αρσ
1. puente tb. ΝΑΥΣ, ΗΛΕΚ (construcción, de las gafas):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- groseramente
- grosería
- grosero
- grosor
- grosso modo
- grúa puente
- gruesa
- grueso
- gruista
- grujir
- grulla