Oxford Spanish Dictionary
I. defensa ΟΥΣ θηλ
1.1. defensa (protección):
2. defensa ΝΟΜ:
3. defensa <defensas fpl >:
personal1 ΕΠΊΘ
personal2 ΟΥΣ αρσ
1. personal (de una fábrica, empresa):
στο λεξικό PONS
defensa1 ΟΥΣ θηλ
1. defensa (contra ataques) tb. ΝΟΜ, ΑΘΛ:
2. defensa πλ tb. ΒΙΟΛ:
I. personal1 ΕΠΊΘ
II. personal1 ΟΥΣ αρσ
defensa1 [de·ˈfen·sa] ΟΥΣ θηλ
I. personal [per·so·ˈnal] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.