Oxford Spanish Dictionary
ministry <pl ministries> [αμερικ ˈmɪnəstri, βρετ ˈmɪnɪstri] ΟΥΣ
1.1. ministry ΘΡΗΣΚ (profession):
1.2. ministry ΘΡΗΣΚ (period of service, activity):
- ministry
- ministerio αρσ
2.1. ministry ΠΟΛΙΤ (department):
2.2. ministry ΠΟΛΙΤ (period of office):
- ministry
-
στο λεξικό PONS
ministry <-ies> [ˈmɪn·ɪ·stri] ΟΥΣ
1. ministry ΘΡΗΣΚ:
2. ministry ΠΟΛΙΤ:
- ministry
- ministerio αρσ
-
- foreign ministry
-
- ministry
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.