I. seit [zaɪt] PREP +δοτ
I. weit [vaɪt] ΕΠΊΘ
1. weit (entfernt, lang):
2. weit (breit):
II. weit [vaɪt] ΕΠΊΡΡ
1. weit (räumlich, zeitlich):
Zeit <-, -en> [tsaɪt] SUBST θηλ
1. Zeit nur ενικ (Ablauf des Geschehens):
2. Zeit (Zeitpunkt):
3. Zeit (Zeitspanne):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.