I. lang1 <länger, längste> [laŋ] ΕΠΊΘ
1. lang (räumlich):
-  lang
-  
II. lang1 <länger, längste> [laŋ] ΕΠΊΡΡ
lange <länger, am längsten> ΕΠΊΡΡ
1. lange (brauchen, dauern):
3. lange (Tage, Wochen und mehr):
| es | langt | 
|---|
| es | langte | 
|---|
| es | hat | gelangt | 
|---|
| es | hatte | gelangt | 
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
