Leitung <-, -en> SUBST θηλ
1. Leitung nur ενικ (Führung):
2. Leitung (von Flüssigkeit):
- Leitung
- διοχέτευση θηλ
4. Leitung ΗΛΕΚ:
- Leitung
- καλώδιο ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.