ζωή [zɔˈi] SUBST θηλ
1. ζωή (ύπαρξη, βίος, ζωντάνια):
2. ζωή (τρόπος διαβίωσης, σύνολο των διδαγμάτων της πείρας):
- ζωή
- Leben ουδ
- αισθηματική ζωή
- Gefühlsleben ουδ
- επαγγελματική ζωή
- Berufsleben ουδ
- ερωτική ζωή
- Liebesleben ουδ
- καθημερινή ζωή
- Alltag αρσ
- κοινωνική ζωή
-
- νυχτερινή ζωή
- Nachtleben ουδ
- οικογενειακή ζωή
- Familienleben ουδ
- οικονομική ζωή
- Wirtschaftsleben ουδ
ζωή SUBST
- άγρια ζωή θηλ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- σκυλήσια ζωή
- Hundeleben ουδ
- αισθηματική ζωή
- Gefühlsleben ουδ
- επαγγελματική ζωή
- Berufsleben ουδ
- ερωτική ζωή
- Liebesleben ουδ