Alltag <-(e)s, -e> [ˈaltaːk] SUBST αρσ mst ενικ
2. Alltag (tägliches Einerlei):
- Alltag
- καθημερινότητα θηλ
- Alltag
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.