I. σκοτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [skɔˈtɔnɔ] VERB μεταβ
II. σκοτώνομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. σκοτώνομαι (αυτοκτονώ):
2. σκοτώνομαι (σε δυστύχημα):
3. σκοτώνομαι (κατακουράζομαι, προσπαθώ):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.