στο λεξικό PONS
I. un·be·strit·ten [ˈʊnbɛʃtrɪtn̩] ΕΠΊΘ
1. unbestritten (nicht bestritten):
2. unbestritten ΝΟΜ (nicht streitig):
II. un·be·strit·ten [ˈʊnbɛʃtrɪtn̩] ΕΠΊΡΡ
1. unbestritten (wie nicht bestritten wird):
2. unbestritten (unstreitig):
In·an·spruch·nah·me <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ τυπικ
1. Inanspruchnahme (Nutzung):
2. Inanspruchnahme (Belastung, Beanspruchung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unbestrittene Inanspruchnahme phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- unbeständig
- Unbeständigkeit
- unbestätigt
- unbestechlich
- Unbestechlichkeit
- unbestrittene Inanspruchnahme
- unbestrittene Verwendung
- unbeteiligt
- Unbeteiligte Unbeteiligter
- unbetont
- unbeträchtlich