

Spruch <-[e]s, Sprüche> [ʃprʊx, πλ ˈʃprʏçə] ΟΥΣ αρσ
1. Spruch (Ausspruch):
2. Spruch (einstudierter Text):
- Spruch
-
3. Spruch ΝΟΜ (Schiedsspruch):
- sinnreich Spruch
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.