I. un·wahr·schein·lich [ˈʊnva:ɐ̯ʃainlɪç] ΕΠΊΘ
1. unwahrscheinlich (kaum denkbar):
2. unwahrscheinlich οικ (unerhört):
II. un·wahr·schein·lich [ˈʊnva:ɐ̯ʃainlɪç] ΕΠΊΡΡ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.