στο λεξικό PONS
Dis·count·ge·schäft [dɪsˈkaunt-] ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ
Ge·schäfts·in·ha·ber(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Zug-um-Zug-Ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Ge·schäfts·freund(in) <-(e)s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ge·schäfts·lei·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ge·schäfts·part·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Geschäftsinhaber(in) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Komptant-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Spot-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Outright-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Diskontgeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
IPO-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Arbitrage-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Swap-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Geschäftsinhaber(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Geschäftsverkehr ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, öffentlicher Verkehr
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.