envoyeur (-euse)
envoyeur → retour
I. retour [ʀ(ə)tuʀ] ΟΥΣ αρσ
1. retour:
2. retour (à un état antérieur):
3. retour (réapparition):
4. retour:
5. retour ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
7. retour ΗΛΕΚ:
- retour du courant
- Rückleitung θηλ
9. retour λογοτεχνικό (revirement):
ιδιωτισμοί:
II. retour [ʀ(ə)tuʀ] ΠΑΡΆΘ
III. retour [ʀ(ə)tuʀ]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.