envoutant(e)NO [ɑ͂vutɑ͂, ɑ͂t], envoûtant(e)OT ΕΠΊΘ
- envoutant beauté, musique, regard
-
- envoutant atmosphère
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.