Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. lég|er (légère) [leʒe, ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. léger (pesant peu):
3. léger (souple):
4. léger (faible):
5. léger (peu concentré):
6. léger (superficiel):
8. léger (frivole):
II. lég|er (légère) [leʒe, ɛʀ] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
léger (-ère) [leʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
2. léger (de faible intensité):
4. léger μειωτ (superficiel):
- léger (-ère)
-
léger (-ère) [leʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
2. léger (de faible intensité):
4. léger μειωτ (superficiel):
- léger (-ère)
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.