Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 apparence [apaʀɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. apparence (gén):
2. apparence ΦΙΛΟΣ:
-  hirsute personne, apparence
-  dishevelled βρετ
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 apparence [apaʀɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. apparence (aspect):
2. apparence (ce qui semble être):
 
  
  
  
 apparence [apaʀɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. apparence (aspect):
2. apparence (ce qui semble être):
 
  
 Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
apparence θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'apparence
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique
