Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. déçu (déçue) [desy] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
déçu → décevoir
II. déçu (déçue) [desy] ΕΠΊΘ
III. déçu (déçue) [desy] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- déçu (déçue)
-
I. décevoir [desəvwaʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
II. décevoir [desəvwaʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. décevoir [desəvwaʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
II. décevoir [desəvwaʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ
στο λεξικό PONS
I. déçu(e) [desy] ΡΉΜΑ
déçu μετ passé de décevoir
II. déçu(e) [desy] ΕΠΊΘ
- déçu(e)
-
III. déçu(e) [desy] ΟΥΣ αρσ(θηλ) souvent πλ
I. déçu(e) [desy] ΡΉΜΑ
déçu μετ passé de décevoir
II. déçu(e) [desy] ΕΠΊΘ
- déçu(e)
-
III. déçu(e) [desy] ΟΥΣ αρσ(θηλ) souvent πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.