στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
social security [βρετ, αμερικ ˌsoʊʃəl səˈkjʊrədi] ΟΥΣ (benefit)
Department of Social Security [dɪˌpɑːtməntəvˌsəʊʃlsɪˈkjʊərətɪ] ΟΥΣ (in GB)
1. Department of Social Security (ministry):
2. Department of Social Security (local office):
security [βρετ sɪˈkjʊərɪti, sɪˈkjɔːrɪti, αμερικ səˈkjʊrədi] ΟΥΣ
1. security (safe state or feeling):
2. security (measures):
4. security (guarantee):
I. social [βρετ ˈsəʊʃ(ə)l, αμερικ ˈsoʊʃəl] ΕΠΊΘ
1. social (relating to human society):
3. social (recreational):
στο λεξικό PONS
security <-ies> [sɪ·ˈkjʊ·rə·ti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.