στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
real ale [βρετ] ΟΥΣ βρετ
I. real [βρετ riːl, αμερικ ˈri(ə)l] ΕΠΊΘ
1. real (actual, not imaginary or theoretical):
2. real (not artificial or imitation):
3. real (true, proper):
4. real (for emphasis):
III. real [βρετ riːl, αμερικ ˈri(ə)l] ΕΠΊΡΡ αμερικ οικ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.